ἐκτοπίσει

ἐκτοπίσει
ἐκτόπισις
removal from a place
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκτοπίσεϊ , ἐκτόπισις
removal from a place
fem dat sg (epic)
ἐκτόπισις
removal from a place
fem dat sg (attic ionic)
ἐκτοπίζω
remove from
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκτοπίζω
remove from
fut ind mid 2nd sg
ἐκτοπίζω
remove from
fut ind act 3rd sg
ἐκτοπίζω
remove from
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκτοπίζω
remove from
fut ind mid 2nd sg
ἐκτοπίζω
remove from
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Βάλας — Όνομα βασιλιάδων της Συρίας. 1. Α. ο Β. Α’. Βασιλιάς της Συρίας (150 145 π.Χ.). Διάσημος τυχοδιώκτης από τη Σμύρνη ή τη Ρόδο. Στον θρόνο της Συρίας αναρριχήθηκε έπειτα από συνωμοσία με τον Ηρακλείδη, τον οποίο είχε εκτοπίσει στη Ρόδο ο Δημήτριος… …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • Αραμαίοι — Σημιτικός λαός του δυτικού κλάδου της σημιτικής φυλής, γνωστός από σφηνοειδείς γραπτές μαρτυρίες ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. To όνομά τους προέρχεται από τη λέξη Αράμ Αρνάμ, περιοχή κοντά στο Χαμπούρ, αριστερό παραπόταμο του Ευφράτη. Νομάδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”